- μαυρόχωμα
- τοείδος χώματος με μαύρο χρώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση οργανικών ουσιών, φυτόχωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μαυρογή — και μαυρόγη και μαυρόγεια, η χώμα που έχει σκούρο χρώμα, μαύρη γη, μαυρόχωμα … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μελάγγη — η μαύρο και παχύ εύφορο χώμα, μαυρόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γη (πρβλ. αρχ. επί θ. μελάγγειος, μελάγγαιος)] … Dictionary of Greek
χώμος — ο / χῶμος, ΝΑ νεοελλ. το μαυρόχωμα, ο χούμος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
δισκομύκητες — (discomycetes). Τάξη μυκήτων (μανιταριών) της κλάσης των ασκομυκήτων. Είναι σαπροφυτικοί ή παρασιτικοί μύκητες, των οποίων τα καρποσώματα, δηλαδή οι ασκοί όπου παράγονται τα σπόρια, ονομάζονται αποθήκια. Τα αποθήκια είναι μικρότερα από 1 εκ.,… … Dictionary of Greek